Tέσσερα λεπτά

 

hospital

 

Της Μαρίνας Αντωνίου

Το τηλέφωνο χτύπησε μέσα στη νύχτα σπαραχτικά!

Αναστατωμένη σήκωσε το ακουστικό… ποτέ τα τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα δεν είναι για καλό, σκέφτηκε.

Δεν είχε άδικο. Η φίλη του γιού της με λυγμούς την ειδοποιούσε για το τροχαίο ατύχημα που μόλις είχαν!…

Πάγωσε! Πάντα φοβόταν τη νυχτερινή οδήγηση, λες και δεν γίνονται ατυχήματα στη διάρκεια της μέρας. Τη νύχτα όμως την είχε συνδέσει με όλα τα δύσκολα, τα άσχημα, τα τρομακτικά. Με τρεμάμενη φωνή, ψέλλισε: Πού βρίσκεστε τώρα; Ο Νίκος;…

Όσο κι αν προσπαθούσε να θυμηθεί τι ακριβώς απάντησε η κοπέλα, της ήταν αδύνατο. Μόνο το όνομα του νοσοκομείου συγκράτησε κι αυτό με δυσκολία.

Για λίγη ώρα, χάθηκε ο χρόνος, χάθηκε το παρόν, χάθηκε η αναπνοή της. Τα μάτια της στυλώθηκαν στο κενό και το απόλυτο σκοτάδι, που αντίκριζαν μέσα στο δωμάτιο, δεν την εμπόδιζαν να βλέπει εικόνες φρίκης. Είναι νεκρός, σκέφτηκε και με προετοιμάζουν.

Το παιδί μου, ο Νίκος μου! Αυτές οι λέξεις βγήκαν μόνο από τα χείλη της βγάζοντάς τη από την ακινησία που δημιούργησε το τηλεφώνημα.

Άναψε το φως δίπλα της. Τι παγερό, που ήταν το δωμάτιο!… Κι αλλιώτικο, θαρρείς ξένο!

Το βλέμμα της έπεσε πάνω στη φωτογραφία του μοναχογιού της, που είχε πάνω στο κομοδίνο. Τρέμοντας σηκώθηκε από το κρεβάτι να ντυθεί. Για κάμποσα λεπτά προσπαθούσε να καταλάβει αν η μπλούζα που έκανε να φορέσει ήταν από την καλή ή από την ανάποδη… το μανίκι έμπλεκε κάθε τόσο στο ρολόι της και δεν έλεγε να χωρέσει το χέρι της.  Σχεδόν την έσκισε για να τη φορέσει, μα τέτοιες ώρες ποιος νοιάζεται γι’ αυτά!

Βούτηξε και μια ζακέτα απ΄ τη ντουλάπα και όρμησε στην πόρτα. Πατώντας το κουμπί του ασανσέρ, αναρωτήθηκε γιατί αργεί τόσο κι έτσι άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Πέντε ορόφους κάτω κι ούτε ζαλάδα, ούτε λαχάνιασμα κι ας τα ΄χε τα χρονάκια της! Η αγωνία δίνει περίσσιες αντοχές, εκεί που δεν το περιμένεις…

Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο, η πόλη μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά και η αυγή να κάνει τα πρώτα της βήματα. Ένα ταξί σταμάτησε μπροστά της  χωρίς να του κάνει σήμα κι εκείνη άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μπήκε.

-Στον Ευαγγελισμό και γρήγορα, παρακαλώ! Είπε στον οδηγό που ξεκίνησε αστραπιαία.

Στο ραδιόφωνο ο εκφωνητής με χαρούμενη διάθεση έσπερνε καλημέρες και καλωσόριζε τους ακροατές του. Πόσο αδιάφορο και ενοχλητικό ακουγόταν στ’ αφτιά της! Δεν είπε τίποτα όμως… ο κόσμος ζει άλλη μια μέρα, σκέφτηκε…

Το σταμάτα – ξεκίνα σε δρόμους, φανάρια και λεωφόρους δεν στάθηκε ικανό για να την κάνει να μοιραστεί μια κουβέντα με τον οδηγό, που καταλαβαίνοντας πως κάτι τραγικό είχε συμβεί, προσπαθούσε να φερθεί ανθρώπινα. Με καρφωμένα τα μάτια στο παρμπρίζ , ακίνητη, έπαιζε μηχανικά με τα κλειδιά της, ξανά και ξανά, ατέλειωτα…

Φτάνοντας στο νοσοκομείο, πλήρωσε πριν ακόμα σταματήσει το όχημα και πετάχτηκε έξω. Ούτε το δρόμο δεν κοίταξε, ούτε τα πρόσωπα των ανθρώπων που την κοιτούσαν με απορία, γύρω της. Το όνομα του παιδιού της έλεγε και ξανάλεγε… ο Νίκος, ατύχημα.. ο Νίκος ατύχημα…

Την οδήγησαν στο χειρουργείο, όπου βρήκε απ’ έξω την κοπέλα του, με σκισμένα ρούχα και ένα παπούτσι. Έπεσε στην αγκαλιά της, με απελπισία, έτοιμη να καταρρεύσει. Λες και η δύναμή της έφτανε μέχρι τη στιγμή εκείνη.

-Πού είναι, ζει; Ρώτησε.

-Στο χειρουργείο εδώ και δύο ώρες… απάντησε η κοπέλα. Δεν σας ειδοποίησα νωρίτερα, για να μικρύνω την αγωνία σας. Όπου να ΄ναι θα βγουν. Έτσι μου είπαν πριν λίγο…

Τέσσερα μόλις  λεπτά αργότερα, ο γιατρός την πλησίασε για να της ανακοινώσει, πως το παιδί της σώθηκε. Πως ο Νίκος της, θα γίνει καλά!

Μέσα σε  τέσσερα  λεπτά, η απόγνωση έγινε λύτρωση και τα δάκρυα που τώρα έτρεχαν στα μαγουλά της, ήταν χαράς!

 


3 σκέψεις σχετικά με το “Tέσσερα λεπτά

Προσθήκη σχολιασμού