Τέσσερα λεπτά

 

 

e4642fd15b34da95acb38c0b72b34f99

 

Της   Δάφνης Μουντούρη

 

Η ώρα είναι τρεις και δέκα τα ξημερώματα.

Τα καλοκαίρια στην πόλη είναι πάντα τόσο ήσυχα. Βγαίνει στο μπαλκόνι και ανάβει τσιγάρο. Στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, ακούει ακόμα και την κάφτρα του τσιγάρου που σιγοκαίεται. Κοιτάζει γύρω της.

Τρία σπίτια έχουν ακόμα τα φώτα αναμμένα, τέσσερα μαζί με το δικό της. Είναι μια συνήθεια που την είχε από το λύκειο. Όποτε δε μπορούσε να κοιμηθεί έβγαινε στο μπαλκόνι, μετρούσε πόσοι άνθρωποι είναι ακόμα ξάγρυπνοι και μετά αναρωτιόταν τι μπορεί να τους έχει κρατήσει ξύπνιους τόσο αργά. Με αυτό τον τρόπο δεν ένιωθε τόσο μόνη, πίστευε πως ο ένας κρατούσε συντροφιά στον άλλο, μέχρι να το πάρουν απόφαση και να κλείσουν τα μάτια, να παραδοθούν στο δικό τους ονειρόκοσμο.

Βηματίζει και παίζει με τη σκιά της, καθώς το τσιγάρο συνεχίζει να καίγεται και η ώρα να περνά. «Τα βράδια θα περνούσαν πιο εύκολα αν ήσουν εσύ μαζί μου», ψιθύρισε και οι λέξεις της χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι. Ευχήθηκε να μπορούσαν με κάποιο τρόπο να ταξιδέψουν, να φτάσουν στην άλλη άκρη της πόλης. Όμως και πάλι, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Μέσα στην παραζάλη της νύχτας η μοναξιά φαντάζει τρομαχτική, αλλά συνάμα και τόσο όμορφη. Κρυμμένοι πίσω από σκιές βλέπουμε τον κόσμο καθαρότερα, απ’ ό,τι στο αδιάκριτο φως της μέρας.

Το τσιγάρο της τελειώνει και το φως του απέναντι διαμερίσματος σβήνει. Μπαίνει ξανά στο δωμάτιο και κοιτάζει την ώρα. Τέσσερα λεπτά πέρασαν από την ώρα που βγήκε. Οι Archive τραγουδούν νωχελικά ακόμα στον υπολογιστή το «Goodbye», βάζοντας μια τελεία στο αποψινό της ξενύχτι. Κλείνει τον υπολογιστή, αφήνοντας το σκοτάδι να την καλύψει.

«Κάποια στιγμή, κάπου, κάποτε», σκέφτεται και αποκοιμιέται.


Προσθήκη σχολιασμού